ποιήεις: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιήεις:''' Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν ([[ποίη]]), [[πρασινωπός]], [[πλούσιος]] σε πράσινο, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. πληθ. συνηρ. <i>ποιᾶντα</i>, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ποιήεις:''' Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν ([[ποίη]]), [[πρασινωπός]], [[πλούσιος]] σε πράσινο, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. πληθ. συνηρ. <i>ποιᾶντα</i>, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[ποιάεις]] (ᾱ) покрытый травой, травянистый, злачный (ἄλσεα Hom.; [[νάπος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιήεις Medium diacritics: ποιήεις Low diacritics: ποιήεις Capitals: ΠΟΙΗΕΙΣ
Transliteration A: poiḗeis Transliteration B: poiēeis Transliteration C: poiieis Beta Code: poih/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A grassy, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄγκεα, Il.2.503, Od.16.396, 4.337: Dor. ποιάεις S.OC158(lyr.); Pi. has ποιάεντα (trisyll.) στεφανώματα N.5.54.

German (Pape)

[Seite 648] εσσα, εν, grasig, grasreich, kräuterreich; Ἁλίαρτος, Il. 2, 503; Ἱρή, 9, 150; νάπει ποιήεντι, Soph. O. C. 156 u. Hes., grasgrün.

Greek (Liddell-Scott)

ποιήεις: εσσα, εν, ἔχων ἄφθονον πόαν, χορτώδης, ποώδης, βοτανώδης, Ἁλίαρτος, Δουλίχιον, ἄλσεα Ἰλ. Ι. 150, Ὀδ. Π. 396, κτλ. ― Δωρ. ποιάεις ἐν Σοφ. Ο. Κ. 157· ὁ Πίνδ. ἔχει ὡσαύτως συνῃρ. τύπον, ποιᾶντα στεφανώματα Ν. 5. ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert d’herbe ou de gazon, verdoyant.
Étymologie: ποίη¹.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: grassy.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποιάεις, -εσσα, -εν, Α
γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. του πόα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].

Greek Monotonic

ποιήεις: Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν (ποίη), πρασινωπός, πλούσιος σε πράσινο, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. πληθ. συνηρ. ποιᾶντα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ποιήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ποιάεις (ᾱ) покрытый травой, травянистый, злачный (ἄλσεα Hom.; νάπος Soph.).