ποιώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(nl)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποιώδης -ες [πόα] met gras bedekt.
|elnltext=ποιώδης -ες [πόα] met gras bedekt.
}}
{{elru
|elrutext='''ποιώδης:''' богатый пастбищами, злачный (ἡ γῆ π. τε καὶ [[εὔυδρος]] Her.).
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιώδης Medium diacritics: ποιώδης Low diacritics: ποιώδης Capitals: ΠΟΙΩΔΗΣ
Transliteration A: poiṓdēs Transliteration B: poiōdēs Transliteration C: poiodis Beta Code: poiw/dhs

English (LSJ)

(A), ες,

   A v. ποώδης.
ποι-ώδης (B), ες, (ποιός)

   A qualitative, Simp.in Cat.179.4.

German (Pape)

[Seite 653] ες, gras- od. krautartig, voll Gras, Unkraut, grasig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ποώδης.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
herbeux, couvert de pâturages.
Étymologie: ποία, -ωδης.

Greek Monolingual

(I)
-ῶδες, Α
βλ. ποώδης.———————— (II)
-ῶδες, Α ποιός
αυτός που φανερώνει την ποιότητα.

Greek Monotonic

ποιώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πρασινάδα, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιώδης -ες [πόα] met gras bedekt.

Russian (Dvoretsky)

ποιώδης: богатый пастбищами, злачный (ἡ γῆ π. τε καὶ εὔυδρος Her.).