ποικιλόθρονος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποικῐλόθρονος:''' -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε [[Σαπφώ]]. | |lsmtext='''ποικῐλόθρονος:''' -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε [[Σαπφώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλόθρονος:''' восседающий на разукрашенном престоле ([[Ἀφροδίτη]] [[Sappho]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').
German (Pape)
[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.
Greek Monotonic
ποικῐλόθρονος: -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε Σαπφώ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόθρονος: восседающий на разукрашенном престоле (Ἀφροδίτη Sappho).