προευλαβέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ευλαβήθην</i>· αποθ., [[προσέχω]], [[γίνομαι]] [[προσεκτικός]] από [[πριν]], σε Δημ.
|lsmtext='''προευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ευλαβήθην</i>· αποθ., [[προσέχω]], [[γίνομαι]] [[προσεκτικός]] από [[πριν]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προευλᾰβέομαι:''' (part. aor. προευλαβηθείς) заранее остерегаться, принимать меры предосторожности Dem.
}}
}}

Revision as of 02:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προευλᾰβέομαι Medium diacritics: προευλαβέομαι Low diacritics: προευλαβέομαι Capitals: ΠΡΟΕΥΛΑΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: proeulabéomai Transliteration B: proeulabeomai Transliteration C: proevlaveomai Beta Code: proeulabe/omai

English (LSJ)

aor. -ηυλαβήθην,

   A take heed, be cautious beforehand, D.25.95.

German (Pape)

[Seite 722] dep. pass., sich vorher wohl in Acht nehmen, μὴ περιμείναντάς τι παθεῖν, ἀλλὰ προευλαβηθέντας, Dem. 25, 95.

Greek (Liddell-Scott)

προευλᾰβέομαι: ἀόρ. -εὐλαβήθην· ἀποθ.· ― προσέχω, γίνομαι προσεκτικὸς ἐκ τῶν προτέρων, Δημ. 798 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se tenir d’avance sur ses gardes, prendre ses précautions.
Étymologie: πρό, εὐλαβέομαι.

Greek Monotonic

προευλᾰβέομαι: αόρ. αʹ -ευλαβήθην· αποθ., προσέχω, γίνομαι προσεκτικός από πριν, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προευλᾰβέομαι: (part. aor. προευλαβηθείς) заранее остерегаться, принимать меры предосторожности Dem.