προλεύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προλεύσσω:''' [[βλέπω]] [[πριν]] από κάποιον ή πιο [[μπροστά]], [[προβλέπω]], σε Σοφ.
|lsmtext='''προλεύσσω:''' [[βλέπω]] [[πριν]] από κάποιον ή πιο [[μπροστά]], [[προβλέπω]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προλεύσσω:''' предвидеть (τι Soph.).
}}
}}

Revision as of 02:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλεύσσω Medium diacritics: προλεύσσω Low diacritics: προλεύσσω Capitals: ΠΡΟΛΕΥΣΣΩ
Transliteration A: proleússō Transliteration B: proleussō Transliteration C: proleysso Beta Code: proleu/ssw

English (LSJ)

   A see before oneself or in front, S.Ph.1360.

German (Pape)

[Seite 733] vorher od. vor sich sehen, οἷα χρὴ παθεῖν με, Soph. Phil. 1344.

Greek (Liddell-Scott)

προλεύσσω: προβλέπω, ἀλλ’ οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσειν Σοφ. Φ. 1360.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
prévoir, acc..
Étymologie: πρό, λεύσσω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»].

Greek Monotonic

προλεύσσω: βλέπω πριν από κάποιον ή πιο μπροστά, προβλέπω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προλεύσσω: предвидеть (τι Soph.).