προσηκόντως: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσηκόντως:''' επίρρ., [[κατάλληλα]], ταιριαστά, [[δεόντως]], [[προσηκόντως]] τῆ πόλει, όπως αρμόζει στην [[αξιοπρέπεια]] της πόλης, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσηκόντως:''' επίρρ., [[κατάλληλα]], ταιριαστά, [[δεόντως]], [[προσηκόντως]] τῆ πόλει, όπως αρμόζει στην [[αξιοπρέπεια]] της πόλης, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσηκόντως:''' надлежащим образом, подобающе Thuc., Isocr., Xen., Plat., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηκόντως Medium diacritics: προσηκόντως Low diacritics: προσηκόντως Capitals: ΠΡΟΣΗΚΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prosēkóntōs Transliteration B: prosēkontōs Transliteration C: prosikontos Beta Code: proshko/ntws

English (LSJ)

Adv.

   A suitably, fitly, π. τῇ πόλει as beseems the dignity of the state, Th.2.43, cf. Pl.Lg.659b, Isoc.3.27, 6.70, Hyp.Eux.17, Men.Epit.490, etc.

German (Pape)

[Seite 764] adv. part. praes. von προσήκω, nach Gebühr, auf ziemende Weise, dem ὀρθῶς entsprechend, Plat. Legg. II, 659 b Xen. Mem. 3, 11, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσηκόντως: Ἐπίρρ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, καλῶς, πρ. τῇ πόλει, ὡς ἁρμόζει εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 43· οὕτω καὶ Πλάτ. ἐν Νόμ. 659Β, Ἰσοκρ. 32C, 130D, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
convenablement.
Étymologie: προσήκω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. όπως πρέπει, όπως ταιριάζει («προσηκόντως τῇ πόλει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσῆκον, μτχ. του απρόσωπου προσήκει].

Greek Monotonic

προσηκόντως: επίρρ., κατάλληλα, ταιριαστά, δεόντως, προσηκόντως τῆ πόλει, όπως αρμόζει στην αξιοπρέπεια της πόλης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσηκόντως: надлежащим образом, подобающе Thuc., Isocr., Xen., Plat., Arst., Plut.