προσορέγομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσορέγομαι:''' Μέσ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]], [[λαχταρώ]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσορέγομαι:''' Μέσ., εκτείνομαι προς τα [[εμπρός]], [[λαχταρώ]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσορέγομαι:''' простирать (с мольбой) руки, настойчиво просить (τινι Her.).
}}
}}

Revision as of 03:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 775] den. pass., sich wonach ausstrecken, sich einem Orte, einer Person nähern, sie für sich zu gewinnen suchen, ἔτι πλέον προσωρέγοντό οἱ, Her. 7, 6.

French (Bailly abrégé)

tendre les mains vers, presser vivement, τινι.
Étymologie: πρός, ὀρέγω.

Greek Monotonic

προσορέγομαι: Μέσ., εκτείνομαι προς τα εμπρός, λαχταρώ, τινί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

προσορέγομαι: простирать (с мольбой) руки, настойчиво просить (τινι Her.).