προσμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] [[επιπλέον]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
|lsmtext='''προσμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] [[επιπλέον]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσμανθάνω:''' (aor. 2 προσέμᾰθον) сверх того узнавать (τὰ λοιπά Aesch.; τι Arph.).
}}
}}

Revision as of 03:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμανθάνω Medium diacritics: προσμανθάνω Low diacritics: προσμανθάνω Capitals: ΠΡΟΣΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: prosmanthánō Transliteration B: prosmanthanō Transliteration C: prosmanthano Beta Code: prosmanqa/nw

English (LSJ)

   A learn besides, A.Pr.697, Trag.Adesp.516a, Ar.V. 1208, Th.20: c. inf., ib.24.

German (Pape)

[Seite 772] (s. μανθάνω), dazu lernen; ἔςτ' ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθῃς, Aesch. Prom. 699; Ar. Thesm. 20. 24; in späterer Prosa; προσμαθητέον, Xen. Oec. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσμανθάνω: μανθάνω προσέτι, Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24, πρβλ. προσδιδάσκω.

French (Bailly abrégé)

f. προσμαθήσομαι, ao. προσέμαθον;
apprendre en outre.
Étymologie: πρός, μανθάνω.

Greek Monolingual

ΝΑ
μαθαίνω κάτι ακόμη
αρχ.
(με απρμφ.) μαθαίνω να...

Greek Monotonic

προσμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ -έμᾰθον· μαθαίνω επιπλέον, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσμανθάνω: (aor. 2 προσέμᾰθον) сверх того узнавать (τὰ λοιπά Aesch.; τι Arph.).