προχύται: Difference between revisions

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προχύται:''' [ῠ] (ενν. <i>κριθαί</i>), <i>αἱ</i>, = <i>οὐλο-χύται</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''προχύται:''' [ῠ] (ενν. <i>κριθαί</i>), <i>αἱ</i>, = <i>οὐλο-χύται</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προχύται:''' (ῠ) αἱ<br /><b class="num">1)</b> Eur. = [[οὐλόχυται]];<br /><b class="num">2)</b> цветы или листва (которыми усыпался чей-л. путь) Plut.
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχύται Medium diacritics: προχύται Low diacritics: προχύται Capitals: ΠΡΟΧΥΤΑΙ
Transliteration A: prochýtai Transliteration B: prochytai Transliteration C: prochytai Beta Code: proxu/tai

English (LSJ)

[ῠ] (sc. κριθαί), αἱ,= οὐλοχύται, E.El.803, IA1112, 1471, A.R.1.425.    II flowers or wreaths thrown to popular persons in token of honour, Plu.Dio 29.

German (Pape)

[Seite 800] αἱ, sc. κριθαί, = οὐλοχύται; προχύται τε βάλλειν πῦρ καθάρσιον ἐκ χερῶν, Eur. I. A. 1112, vgl. ib. 955. 1472; λαβὼν προχύτας ἔβαλλε βωμόν, El. 798; vgl. Ap. Rh. 1, 425, wo der Schol. auch die Erkl. giebt τὸ ὕδωρ, ὃ ἐνίβαλον εἰς τὸ οὖς τοῦ ἱερείου, ἐπὶ τὸ ἐπινεύειν τὸ ἱερεῖον, damit das Opferthier den Kopf niederneige. – Uebh. was man ausschüttet, auswirft, missilia, allerhand Dinge, die man einem bewunderten Manne zum Zeichen der Verehrung zuwirft, Plut. Dion. 29.

Greek (Liddell-Scott)

προχύται: [ῠ], (ἐξυπακ. κριθαί), αἱ = οὐλυχύται, Εὐρ. Ἠλ. 803, Ι. Α. 1112, 1472, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 425. ΙΙ. ἄνθη ἢ στέφανοι ῥιπτόμενοι εἰς ἀνθρώπους ἀγαπητοὺς παρὰ τῷ λαῷ εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, Λατ. missilla, Πλουτ. Δίων 29.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 grains d’orge ou de farine que l’on brûlait sur l’autel (c. οὐλοχύται);
2 feuillage ou fleurs qu’on jette sur le passage de qqn.
Étymologie: προχέω.

Greek Monolingual

αἰ, Α
1. (ενν. κριθαί) οι ουλοχύται («λαβὼν προχύτας... ἔβαλλε βωμούς», Ευρ.)
2. άνθη ή στεφάνια με τα οποία έρραιναν δημοφιλή πρόσωπα («προχύτας τε βαλλόντων καὶ προτρεπομένων ὥσπερ θεὸν κατευχαῑς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χυτός (< χέω) κατά το οὐλοχύται].

Greek Monotonic

προχύται: [ῠ] (ενν. κριθαί), αἱ, = οὐλο-χύται, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προχύται: (ῠ) αἱ
1) Eur. = οὐλόχυται;
2) цветы или листва (которыми усыпался чей-л. путь) Plut.