πυραυγής: Difference between revisions
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠραυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), [[λαμπρός]] όπως η [[φωτιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ. | |lsmtext='''πῠραυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), [[λαμπρός]] όπως η [[φωτιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠραυγής:''' сверкающий огнем HH, Luc., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, (αὐγή)
A fiery bright, h.Mart.6, AP12.41 (Mel.), Luc. Nav.5, Nonn.D.2.536, al.
German (Pape)
[Seite 820] ές, feuerglänzend, H. h. 7, 6 u. Sp.; Luc. Nav. 5; παῖς, Mel. 49 (XII, 41); Maneth. 1, 112.
Greek (Liddell-Scott)
πῠραυγής: -ές, (αὐγὴ) λαμπρὸς ὡς τὸ πῦρ, Ὕμν. 7. 6, Ἀνθ. Π. 12. 41, Νόνν., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’éclat du feu.
Étymologie: πῦρ, αὐγή.
Greek Monolingual
και πυριαυγής, -ές, Α
λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ / πυρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ-αυγής, φωτ-αυγής].
Greek Monotonic
πῠραυγής: -ές (αὐγή), λαμπρός όπως η φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πῠραυγής: сверкающий огнем HH, Luc., Anth.