πυραυγής: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠραυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), [[λαμπρός]] όπως η [[φωτιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
|lsmtext='''πῠραυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), [[λαμπρός]] όπως η [[φωτιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠραυγής:''' сверкающий огнем HH, Luc., Anth.
}}
}}

Revision as of 03:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠραυγής Medium diacritics: πυραυγής Low diacritics: πυραυγής Capitals: ΠΥΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: pyraugḗs Transliteration B: pyraugēs Transliteration C: pyravgis Beta Code: puraugh/s

English (LSJ)

ές, (αὐγή)

   A fiery bright, h.Mart.6, AP12.41 (Mel.), Luc. Nav.5, Nonn.D.2.536, al.

German (Pape)

[Seite 820] ές, feuerglänzend, H. h. 7, 6 u. Sp.; Luc. Nav. 5; παῖς, Mel. 49 (XII, 41); Maneth. 1, 112.

Greek (Liddell-Scott)

πῠραυγής: -ές, (αὐγὴ) λαμπρὸς ὡς τὸ πῦρ, Ὕμν. 7. 6, Ἀνθ. Π. 12. 41, Νόνν., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat du feu.
Étymologie: πῦρ, αὐγή.

Greek Monolingual

και πυριαυγής, -ές, Α
λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ / πυρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ-αυγής, φωτ-αυγής].

Greek Monotonic

πῠραυγής: -ές (αὐγή), λαμπρός όπως η φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῠραυγής: сверкающий огнем HH, Luc., Anth.