πτωχοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτωχοποιός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.
|lsmtext='''πτωχοποιός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωχοποιός:''' <b class="num">1)</b> доводящий до нищенства Plut.;<br /><b class="num">2)</b> ирон. изображающий (в своих произведениях множество) нищих (sc. [[Εὐριπίδης]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 03:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοποιός Medium diacritics: πτωχοποιός Low diacritics: πτωχοποιός Capitals: ΠΤΩΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ptōchopoiós Transliteration B: ptōchopoios Transliteration C: ptochopoios Beta Code: ptwxopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A drawing beggarly characters, of a poet, Ar.Ra.842.    2 making poor, δικαιοσύνη Plu.Comp.Arist.Cat.3.

German (Pape)

[Seite 813] bettelarm machend; Ar. Ran. 841; Plut. comp. Aristid. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοποιός: -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, δικαιοσύνη Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 faiseur de mendiants (Euripide);
2 qui réduit à la mendicité.
Étymologie: πτωχός, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτωχαίνει κάποιον, που καθιστά φτωχό κάποιον («δικαιοσύνην... οἰκοφθόρον καὶ πτωχοποιόν», Πλούτ.)
2. (για τον Ευριπίδη) αυτός που παρουσιάζει στα δράματά του φτωχούς («ὦ... πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -ποιός].

Greek Monotonic

πτωχοποιός: -όν,
1. αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.
2. αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πτωχοποιός: 1) доводящий до нищенства Plut.;
2) ирон. изображающий (в своих произведениях множество) нищих (sc. Εὐριπίδης Arph.).