ῥικνώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥικνός]]<br />αυτός που παρουσιάζει [[ρικνότητα]], συρρικνωμένος, ζαρωμένος.
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥικνός]]<br />αυτός που παρουσιάζει [[ρικνότητα]], συρρικνωμένος, ζαρωμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥικνώδης:''' <b class="num">1)</b> съежившийся, сморщенный (γήραϊ Anth.);<br /><b class="num">2)</b> извивающийся в пляске ([[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥικνώδης Medium diacritics: ῥικνώδης Low diacritics: ρικνώδης Capitals: ΡΙΚΝΩΔΗΣ
Transliteration A: rhiknṓdēs Transliteration B: rhiknōdēs Transliteration C: riknodis Beta Code: r(iknw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A shrivelled-looking, of gooseflesh, Hp.Epid.6.3.14; of a person, γήραϊ ῥ. AP5.272 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 843] ες, krumm, schrumpflig von Art, Ansehen, Hippocr.; γήραϊ, Agath. 13 (V, 273); auch Dionysus, Hymn. (IX, 524, 18).

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ῥικνότητα, ῥικνός, Ἱππ. 1175Η· - πρβλ. ῥικνόομαι ΙΙ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥικνός
αυτός που παρουσιάζει ρικνότητα, συρρικνωμένος, ζαρωμένος.

Russian (Dvoretsky)

ῥικνώδης: 1) съежившийся, сморщенный (γήραϊ Anth.);
2) извивающийся в пляске (Διόνυσος Anth.).