ῥηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. <i>ρηματικώς</i> / <i>ῥηματικῶς</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. <i>ρηματικώς</i> / <i>ῥηματικῶς</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥημᾰτικός:''' грам. глагольный Sext.
}}
}}

Revision as of 03:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥημᾰτικός Medium diacritics: ῥηματικός Low diacritics: ρηματικός Capitals: ΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rhēmatikós Transliteration B: rhēmatikos Transliteration C: rimatikos Beta Code: r(hmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a verb: τὸ ῥ. a verbal form, D.H.Comp. 22, S.E.M.1.195; derived from a verb, A.D.Adv.135.14. Adv. -κῶς Eust.381.22.

German (Pape)

[Seite 840] zum Worte zur Rede gehörig, das Wort, die Rede betreffend, wörtlich, Gramm.; das Verbum betreffend, S. Emp. adv. gramm. 195, adv.

Greek (Liddell-Scott)

ῥημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥῆμα, τὸ ῥηματικόν, τὸ ῥῆμα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. -κῶς, Εὐστ. 381, 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥηματικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥῆμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα
2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο»)
νεοελλ.
(και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική διακοίνωση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥηματικόν
η μορφή του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. ρηματικώς / ῥηματικῶς ΝΑ
κατά τον τρόπο του ρήματος, με ρήμα
νεοελλ.
προφορικά.

Russian (Dvoretsky)

ῥημᾰτικός: грам. глагольный Sext.