σάκανδρος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(36) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ., σύνθ. με α' συνθετικό τη λ. <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> και β' συνθετικό τη λ. [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br />το γυναικείο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ., σύνθ. με α' συνθετικό τη λ. <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i> και β' συνθετικό τη λ. [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάκανδρος:''' ὁ [[σάκκος]] 2 + [[ἀνήρ]] [[pudenda]] muliebria Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A pudenda muliebria, Ar.Lys.824:—so σάκας, ὁ, Hsch.; σάκτας, ὁ, Phot.s.v. σάραβον (= Com.Adesp.1135).
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.
Greek (Liddell-Scott)
σάκανδρος: ὁ, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 824· - οὕτω, σάκας, ὁ, Ἡσύχ.· σάκτας, ὁ, Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sac;
2 p. anal., pudenda muliebria (AR Lys.).
Étymologie: σάκος, ἀνήρ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ., σύνθ. με α' συνθετικό τη λ. σάκ(κ)ος και β' συνθετικό τη λ. ἀνήρ, ἀνδρός].