ῥιπτέω: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥιπτέω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., ισοδ. [[τύπος]] του [[ῥίπτω]], σε Τραγ.· Ιων. συνηρ. γʹ πληθ. [[ῥιπτεῦσι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ῥιπτέω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., ισοδ. [[τύπος]] του [[ῥίπτω]], σε Τραγ.· Ιων. συνηρ. γʹ πληθ. [[ῥιπτεῦσι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥιπτέω:''' (только praes. и impf.) = [[ῥίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
used only in pres. and impf., collat. form of ῥίπτω, first in Od.,
A ἀν-ερρίπτουν ἅλα πηδῷ 13.78, where it suits the metre (but not the Ion. dialect); so in Ar., ῥιπτεῖτε χλαίνας Ec.507; διαρριπτοῦντε Id.V.59; in Trag. ῥιπτέω is never either guaranteed or disproved by the metre, ῥιπτείσθω A.Pr.1043 (anap., cod. Med.), ῥιπτεῖ S.Aj.239 (anap.), Ant.131 (anap.), Tr.780, ῥιπτεῖν E.Tr.734 cod. P, ῥιπτοῦνθ' Hel.1096 cod. L, ῥιπτοῦντες Heracl.149 codd. LP; ῥίπτετ' and ἔρριπτον are guaranteed by the metre in E.HF941, Ba.1097, so that ῥίπτων, ῥίπτει may be accepted in E.Ba.150 (lyr.), Hel.1325 (lyr.); ῥιπτέω is found also in Prose, ῥιπτεῦσι Hdt.4.94 (v.l.); ῥιπτέουσι ib.188, cf. 7.50 (ἀνα-), 8.53, Th.4.95 (ἀνα-), Pl.Ti.80a, Arist.Ph.266b30, Mu.396a2, Plb.1.47.4, al., Agatharch.26; ῥειπτουμένων OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 845] nur im praes. u. impf. gebrauchte Nebenform von ῥίπτω, mit dem Nebenbegriffe der wiederholten Handlung; μετὰ σφοδρότητος ῥίπτειν erkl. vgl. Tr. 777; Ἀχαιοῖς ῥιπτεῖν ἀράς, Verwünschungen gegen sie schleudern, ausstoßen, Eur. Troad. 729; ἐς κίνδυνον ῥιπτοῦντες, Heracl. 150; ῥιπτεῖτε χλαίνας, Ar. Eccl. 507; u. in Prosa: Her. 4, 94. 8, 53 u. öfter; τῶν ῥιπτουμένων, Plat. Tim. 80 a; Xen. ἑαυτόν, Cyr. 3, 1, 25; Folgde; ῥιπτοῦντες ἑαυτοὺς εἰς τὸν ποταμόν, Pol. 5, 48, 4; ῥιπτούμενος ἀπὸ τῆς πέτρας, Luc. Phalar. prior 6.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ῥίπτω, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ Ν. 78, ὅπου ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου· οὕτω παρὰ τῷ Ἀριστοφ., ῥιπτεῖτε χλαίνας Ἐκκλ. 507· ἐν ἅπασι τοῖς χωρίοις τῶν Τραγικῶν ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ὡς πρὸς τὸν τονισμόν, καὶ ὁ Elmsl. (Ἡρακλ. 150) πανταχοῦ προτιμᾷ νὰ ἀναγινώσκῃ ῥίπτω· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα συμφώνως ἔχουσι τὴν γραφὴν ῥιπτέω ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν τε ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων, ῥιπτεῦσι Ἡρόδ. 4. 94· ῥιπτέουσι 4. 188, πρβλ. 7. 50., 8. 53, Σοφ. Ἀντ. 131, Αἴ. 239, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 4. 95, Πλάτ. Τίμ. 80Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf;
c. ῥίπτω.
English (Strong)
from a derivative of ῥίπτω; to toss up: cast off.
Greek Monotonic
ῥιπτέω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., ισοδ. τύπος του ῥίπτω, σε Τραγ.· Ιων. συνηρ. γʹ πληθ. ῥιπτεῦσι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥιπτέω: (только praes. и impf.) = ῥίπτω.