σαρδών: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[σχοινί]] που συγκρατούσε το [[επάνω]] [[τμήμα]] κυνηγετικού διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[σχοινί]] που συγκρατούσε το [[επάνω]] [[τμήμα]] κυνηγετικού διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].
}}
{{elru
|elrutext='''σαρδών:''' όνος ὁ Xen. v. l. = [[σαρδόνιον]].
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδών Medium diacritics: σαρδών Low diacritics: σαρδών Capitals: ΣΑΡΔΩΝ
Transliteration A: sardṓn Transliteration B: sardōn Transliteration C: sardon Beta Code: sardw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A the rope sustaining the upper edge of a hunting-net, Poll.5.31, Hsch.; cf. σαρδόνιον.

German (Pape)

[Seite 862] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere σαρδόνιον schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδών: -όνος, ὁ, τὸ σχοινίον τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω χεῖλος (μέρος, οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. σαρδόνιον.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
σχοινί που συγκρατούσε το επάνω τμήμα κυνηγετικού διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].

Russian (Dvoretsky)

σαρδών: όνος ὁ Xen. v. l. = σαρδόνιον.