σεβασμός: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(37) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br />το να σέβεται [[κανείς]] κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, [[σέβας]] (α. «[[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τήρηση]] (α. «[[σεβασμός]] τών συμφωνιών» β. «[[σεβασμός]] της εκεχειρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέφω]] σεβασμό για κάποιον» — [[σέβομαι]] κάποιον, τον έχω σε [[υπόληψη]] («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] του σεβασμού<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]], λατρευτικό [[τυπικό]]. | |mltxt=ο, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br />το να σέβεται [[κανείς]] κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, [[σέβας]] (α. «[[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τήρηση]] (α. «[[σεβασμός]] τών συμφωνιών» β. «[[σεβασμός]] της εκεχειρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέφω]] σεβασμό για κάποιον» — [[σέβομαι]] κάποιον, τον έχω σε [[υπόληψη]] («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] του σεβασμού<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]], λατρευτικό [[τυπικό]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σεβασμός:''' ὁ почитание, культ ([[θεῶν]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 867] ὁ, = σέβασις; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σεβασμός: ὁ, = σέβασις, ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, πλήρης μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. σέβασις.
Étymologie: σεβάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σεβάζομαι
το να σέβεται κανείς κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός της εκεχειρίας»)
2. φρ. «τρέφω σεβασμό για κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τον έχω σε υπόληψη («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. το αντικείμενο του σεβασμού
2. ιεροτελεστία, λατρευτικό τυπικό.
Russian (Dvoretsky)
σεβασμός: ὁ почитание, культ (θεῶν Plut.).