πτολιπόρθιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτολῐπόρθιος:''' -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πτολῐπόρθιος:''' -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πτολῐπόρθιος:''' Hom. = [[πτολίπορθος]].
}}
}}

Revision as of 03:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτολιπόρθιος Medium diacritics: πτολιπόρθιος Low diacritics: πτολιπόρθιος Capitals: ΠΤΟΛΙΠΟΡΘΙΟΣ
Transliteration A: ptolipórthios Transliteration B: ptoliporthios Transliteration C: ptoliporthios Beta Code: ptolipo/rqios

English (LSJ)

ον, = sq., of Odysseus, Od.9.504.

German (Pape)

[Seite 811] = πτολίπορθος, vom Odysseus, Od. 9, 504. 530.

Greek (Liddell-Scott)

πτολῐπόρθιος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.

English (Autenrieth)

(πέρθω): sacker of cities, epith. of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).

Greek Monolingual

-ον, Α πτολίπορθος
πτολίπορθος.

Greek Monotonic

πτολῐπόρθιος: -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πτολῐπόρθιος: Hom. = πτολίπορθος.