σιγηρός: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑγηρός:''' -ά, -όν, μεταγεν. [[τύπος]] αντί [[σιγηλός]], σε Μένανδρ. | |lsmtext='''σῑγηρός:''' -ά, -όν, μεταγεν. [[τύπος]] αντί [[σιγηλός]], σε Μένανδρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐγηρός:''' Men. = [[σιγηλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ά, όν, less Att. form for σιγηλός, Men.Mon.167, Hp.Ep.12; opp. talkative,
A γυνή LXX Si. 26.14. Adv. -ρῶς Hsch.
German (Pape)
[Seite 878] sär σιγηλός, minder gute attische Form, Brunck sent. sing. 454.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγηρός: -ά, -όν, ἧττον Ἀττικ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Μενάνδρ. Μονόστιχ. 167· ἀντίθετον τῷ φλύαρος, λάλος, γυνὴ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚϚ΄, 14). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σιγηλῶς· ἡσύχως».
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
(αττ. τ.) σιγηλός.
επίρρ...
σιγηρῶς Α
με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα -ηρός (πρβλ. οκν-ηρός, σιωπ-ηρός)].
Greek Monotonic
σῑγηρός: -ά, -όν, μεταγεν. τύπος αντί σιγηλός, σε Μένανδρ.
Russian (Dvoretsky)
σῐγηρός: Men. = σιγηλός.