σιτοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή [[σιτηρά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σῑτοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή [[σιτηρά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοδόκος:''' <b class="num">1)</b> принимающий пищу ([[γαστήρ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> содержащий продовольствие ([[πήρα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδόκος Medium diacritics: σιτοδόκος Low diacritics: σιτοδόκος Capitals: ΣΙΤΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: sitodókos Transliteration B: sitodokos Transliteration C: sitodokos Beta Code: sitodo/kos

English (LSJ)

ον,

   A receptive of corn or bread, πήρα, γαστήρ, AP6.95 (Antiphil.), 11.60 (Paul. Sil.); later σῑτο-δόχος (q.v.).    II Subst. σιτοδόκος, ὁ, keeper of corn, Hp.Epid.4.25.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδόκος: -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, πήρα, γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou contient du blé ou des aliments.
Étymologie: σῖτος, δέκομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ
1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που δέχεται την τροφήσιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος: ξενο-δόχος].

Greek Monotonic

σῑτοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή σιτηρά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοδόκος: 1) принимающий пищу (γαστήρ Anth.);
2) содержащий продовольствие (πήρα Anth.).