σιδηρόω: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σίδηρος]]), [[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ [[μέγα]] καὶ τοῦ [[ἄλλου]] ξύλου, είχε επιστρωθεί [[σίδηρος]] σ' ένα μεγάλο [[τμήμα]] και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ. | |lsmtext='''σῐδηρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σίδηρος]]), [[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ [[μέγα]] καὶ τοῦ [[ἄλλου]] ξύλου, είχε επιστρωθεί [[σίδηρος]] σ' ένα μεγάλο [[τμήμα]] και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηρόω:''' покрывать железом (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ [[κεραία]]) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
A overlay with iron, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Luc. Pisc.51:—mostly Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου iron had been laid over a great part of the rest of the wood, Th.4.100, cf. Aen. Tact.20.2, al.; ῥρυμοὶ σεσιδηρωμένοι IG12.313.21; δράκοντα σεσιδηρωμένον Posidipp.26.8. II put in irons, fetter, P Lond. 2.422.1 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 880] aus Eisen, zu Eisen machen, mit Eisen beschlagen; ἐσεσιδήρωτο, Thuc. 4, 100, δράκοντα σεσιδηρωμένον, Posidipp. bei Ath IX, 376 f (V. 8); σιδηρώσας τὰς ὁρμιάς, Luc. Pisc. 51.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόω: (σίδηρος) ἐπικαλύπτω διὰ σιδήρου, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Λουκ. Ἁλ. 51· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, εἶχεν ἐπιτεθῇ σίδηρος καὶ εἰς μέγα μέρος τοῦ ἐπιλοίπου ξύλου, Θουκ. 4. 100· δράκοντα ... σεσιδηρωμένον Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 8· ὡσαύτως, κεκαλυμμένον ὑπὸ σιδήρου, Ἐκκλ. 2) βάλλω τινὰ εἰς τὰ «σίδερα», ἁλύσεις, Ψευδο-Καλλισθ. Α΄, 39.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
munir de fer.
Étymologie: σίδηρος.
Greek Monotonic
σῐδηρόω: μέλ. -ώσω (σίδηρος), επικαλύπτω, επιχρίω με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, είχε επιστρωθεί σίδηρος σ' ένα μεγάλο τμήμα και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόω: покрывать железом (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ κεραία) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом.