σκολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκολιόθριξ:''' τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 901] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

σκολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», ἄκανθα Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure bouclée.
Étymologie: σκολιός, θρίξ.

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ
σγουρομάλλης
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός].

Greek Monotonic

σκολιόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό φύλλωμα, κατσαρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σκολιόθριξ: τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).