σκινδάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκινδάλᾰμος:''' Αττ. [[σχινδάλαμος]], <i>ὁ</i>, μικρό [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχιστεί, [[πελεκούδι]], Λατ. [[scindula]]· μεταφ., <i>λόγων σχινδάλαμοι</i>, λεπτολογίες, αμφίσημα [[λόγια]], γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σκινδάλᾰμος:''' Αττ. [[σχινδάλαμος]], <i>ὁ</i>, μικρό [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχιστεί, [[πελεκούδι]], Λατ. [[scindula]]· μεταφ., <i>λόγων σχινδάλαμοι</i>, λεπτολογίες, αμφίσημα [[λόγια]], γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκινδάλᾰμος:''' атт. [[σχινδάλαμος|σχινδάλᾰμος]] (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.
}}
}}

Revision as of 03:39, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδάλᾰμος Medium diacritics: σκινδάλαμος Low diacritics: σκινδάλαμος Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: skindálamos Transliteration B: skindalamos Transliteration C: skindalamos Beta Code: skinda/lamos

English (LSJ)

[ᾰλ], Att. σχινδάλᾰμος, ὁ,

   A splinter, in form σχινδαλμός Hp.Mul.2.133 (σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); σκινδαλμός, Dsc.1.18.    II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι strawsplittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so σκινδαλμούς Alciphr.3.64:—cf. ἀνασχινδυλεύω.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Uebertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαθήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαθών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éclat de bois, copeau aigu, écharde.
Étymologie: cf. σκίζω.

Greek Monolingual

και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α
βλ. σχινδάλαμος.

Greek Monotonic

σκινδάλᾰμος: Αττ. σχινδάλαμος, , μικρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί, πελεκούδι, Λατ. scindula· μεταφ., λόγων σχινδάλαμοι, λεπτολογίες, αμφίσημα λόγια, γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκινδάλᾰμος: атт. σχινδάλᾰμος (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.