σοφισμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σοφισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[σόφισμα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''σοφισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[σόφισμα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σοφισμάτιον:''' (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.
German (Pape)
[Seite 914] τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σόφισμα, Λουκ. Παράσ. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σόφισμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σόφισμα, -ίσματος]
(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του σόφισμα.
Greek Monotonic
σοφισμάτιον: τό, υποκορ. του σόφισμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σοφισμάτιον: (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.).