Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκραματικός: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σύγκραμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκραση]], στην [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[ανάμιξη]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σύγκραμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκραση]], στην [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[ανάμιξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκρᾱμᾰτικός:''' смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).
}}
}}

Revision as of 04:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾱμᾰτικός Medium diacritics: συγκραματικός Low diacritics: συγκραματικός Capitals: ΣΥΓΚΡΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkramatikós Transliteration B: synkramatikos Transliteration C: sygkramatikos Beta Code: sugkramatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.

German (Pape)

[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).