συγκραματικός: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σύγκραμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκραση]], στην [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[ανάμιξη]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[σύγκραμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύγκραση]], στην [[ανάμιξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[ανάμιξη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκρᾱμᾰτικός:''' смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A mixed together, dub.l.in Placit.5.2.3.
German (Pape)
[Seite 969] ή, όν, zur Mischung gehörig, Plut. plac. phil. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, συμμεμιγμένος, συγκεκραμένος, σύμμικτος, Πλούτ. 2. 904F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui consiste en un mélange.
Étymologie: σύγκραμα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σύγκραμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκραση, στην ανάμιξη
2. αυτός που είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για ανάμιξη.
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾱμᾰτικός: смешанный, спутанный (ὄνειροι Plut.).