συμμαίνομαι: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμαίνομαι:''' αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. <i>συμμέμηνα</i>· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη [[μανία]] κάποιου, <i>τινι</i>, με κάποιον, σε Λουκ. | |lsmtext='''συμμαίνομαι:''' αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. <i>συμμέμηνα</i>· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη [[μανία]] κάποιου, <i>τινι</i>, με κάποιον, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμαίνομαι:''' (pf. 2 συμμέμηνα)<br /><b class="num">1)</b> вместе безумствовать, вместе неистовствовать: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;<br /><b class="num">2)</b> вместе шалить, дурачиться: καὶ συμμανῆναι δ᾽ [[ἔνια]] [[δεῖ]] Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
pf. 2 συμμέμηνα: aor. συνεμάνην [ᾰ]:—
A to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.Salt.83, v.l. in LXX 4 Ma. 10.13; ὁ μαινομένοις μὴ συμμαινόμενος οὗτος μαίνεται prov. ap. Suid. s.v. μετὰ γάρ, cf. Gal.Nat.Fac.1.15: abs., Men.421.
German (Pape)
[Seite 980] mit rasen, Luc. salt. 83.
Greek (Liddell-Scott)
συμμαίνομαι: μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., μαίνομαι ὁμοῦ, συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.
French (Bailly abrégé)
être fou avec, τινι.
Étymologie: σύν, μαίνομαι.
Greek Monolingual
Α
διακατέχομαι από μανία μαζί με άλλον, μαίνομαι κι εγώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαίνομαι «κατέχομαι από μανία»].
Greek Monolingual
Α
διακατέχομαι από μανία μαζί με άλλον, μαίνομαι κι εγώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μαίνομαι «κατέχομαι από μανία»].
Greek Monotonic
συμμαίνομαι: αόρ. βʹ συνεμάνην [ᾰ] — Παθ., με αμτβ. Ενεργ. παρακ. συμμέμηνα· τρελαίνομαι από κοινού με κάποιον, μοιράζομαι τη μανία κάποιου, τινι, με κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμμαίνομαι: (pf. 2 συμμέμηνα)
1) вместе безумствовать, вместе неистовствовать: σ. τῷ Αἴαντι Luc. безумствовать вместе с Эантом;
2) вместе шалить, дурачиться: καὶ συμμανῆναι δ᾽ ἔνια δεῖ Men. иногда нужно и подурачиться (с друзьями).