συμπεριστρέφομαι: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(39) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[περιστρέφω]]<br />περιστρέφομαι [[μαζί]] με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ [[σύμπαντι]] οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=ΝΜΑ [[περιστρέφω]]<br />περιστρέφομαι [[μαζί]] με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ [[σύμπαντι]] οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπεριστρέφομαι:''' вместе вращаться, кружиться: τῷ [[σύμπαντι]] οὐρανῷ σ. Arst. вращаться вместе со всем небесным сводом; τῇ δίνῃ σ. Plut. совершать вихревое движение. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A revolve along with, τῷ οὐρανῷ, of the fixed stars, Arist. Mu.392a10, cf. Gem.5.62; τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Plu.2.927c; of pain in colic, Gal.8.384.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριστρέφομαι: περιστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ οὐρανῷ σ., ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7· τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Πλούτ. 2. 927D.
Greek Monolingual
ΝΜΑ περιστρέφω
περιστρέφομαι μαζί με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», Αριστοτ.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ περιστρέφω
περιστρέφομαι μαζί με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
συμπεριστρέφομαι: вместе вращаться, кружиться: τῷ σύμπαντι οὐρανῷ σ. Arst. вращаться вместе со всем небесным сводом; τῇ δίνῃ σ. Plut. совершать вихревое движение.