συνείληφα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(6)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνείληφα:''' -είλημμαι, παρακ. του [[συλλαμβάνω]].
|lsmtext='''συνείληφα:''' -είλημμαι, παρακ. του [[συλλαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνείληφα:''' pf. к [[συλλαμβάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 04:10, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

pf. de συλλαμβάνω.

Greek Monotonic

συνείληφα: -είλημμαι, παρακ. του συλλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

συνείληφα: pf. к συλλαμβάνω.