συναπολαύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' [[ἄρρην]] συναπολαύει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[κάτι]] καλό ή [[κακό]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> ([[απλώς]]) [[μετέχω]].
|mltxt=Α [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' [[ἄρρην]] συναπολαύει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[κάτι]] καλό ή [[κακό]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> ([[απλώς]]) [[μετέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συναπολαύω:''' (fut. συναπολαύσομαι) совместно пользоваться, принимать участие, участвовать Arst., Plut.: σ. πάντων Luc. иметь долю во всем; σ. ποιεῖν τὴν ὅλην πόλιν Arst. вовлекать (т. е. заставлять страдать) все государство.
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαύω Medium diacritics: συναπολαύω Low diacritics: συναπολαύω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: synapolaúō Transliteration B: synapolauō Transliteration C: synapolayo Beta Code: sunapolau/w

English (LSJ)

   A share in the enjoyment, Arist.HA623a24, EE1244b18; τινος of a thing, D.S. 9.20, Luc.Musc.Enc.8, Diog.Oen.1, Supp.Epigr.4.259 (Panamara); τινι with a person, Them.Or.4.57d, etc.    2 share in the good or evil of... τὸ ἀσύμμετρον . . οὐ σ. τῶν μερῶν Arist.Pr.883a15; in bad sense, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν make it suffer with them, Id.Pol.1303b32; σ. νόσου, τοῦ κακοῦ, Them.Or.1.7b, Max. Tyr.18.9; τῆς ἀναθυμιάσεως Gal.18(2).74; cf. ἀπολαύω 11.1.    3 simply, share in, have somewhat of, τινος Thphr.CP6.8.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit davon genießen, Nutzen oder Schaden haben; Arist. eth. eud. 7, 12 probl. 5, 22; Luc. musc. enc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαύω: μέλλ. -σομαι, μετέχω τῆς ἀπολαύσεώς τινος, ἀπολαύω ὁμοῦ μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) μετέχω τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· ὅλως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. ἀπολαύω Ι. 3. 3) ἁπλῶς μετέχω, τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

participer à la jouissance de, gén..
Étymologie: σύν, ἀπολαύω.

Greek Monolingual

Α ἀπολαύω
1. απολαμβάνω κάτι μαζί με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' ἄρρην συναπολαύει», Αριστοτ.)
2. μετέχω σε κάτι καλό ή κακό μαζί με άλλον
3. (απλώς) μετέχω.

Greek Monolingual

Α ἀπολαύω
1. απολαμβάνω κάτι μαζί με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' ἄρρην συναπολαύει», Αριστοτ.)
2. μετέχω σε κάτι καλό ή κακό μαζί με άλλον
3. (απλώς) μετέχω.

Russian (Dvoretsky)

συναπολαύω: (fut. συναπολαύσομαι) совместно пользоваться, принимать участие, участвовать Arst., Plut.: σ. πάντων Luc. иметь долю во всем; σ. ποιεῖν τὴν ὅλην πόλιν Arst. вовлекать (т. е. заставлять страдать) все государство.