συναποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.
|elnltext=συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.
}}
{{elru
|elrutext='''συναποβάλλω:''' одновременно утрачивать, терять ([[μέρος]] τι τοῦ σώματος Diod.): συναποβεβληκέναι τὸ πρωτεύειν Plut. утратить первенство.
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποβάλλω Medium diacritics: συναποβάλλω Low diacritics: συναποβάλλω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: synapobállō Transliteration B: synapoballō Transliteration C: synapovallo Beta Code: sunapoba/llw

English (LSJ)

   A lose at the same time, D.S.3.7, Plu.Phil.21:—Pass., Gal.14.588.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. βάλλω), mit od. zugleich abwerfen, verlieren, Sp., wie Plut. Philop. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συναποβάλλω: ἀποβάλλω, «χάνω» συγχρόνως, Διόδ. 3. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 21. ― παρὰ μεταγεν. τὸ μέσον προτιμᾶται.

French (Bailly abrégé)

perdre en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αποβάλλω κάτι συγχρόνως
2. (κατ' επέκτ.) απορρίπτω, αρνούμαι κάτι συγχρόνως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποβάλλω tegelijkertijd verliezen.

Russian (Dvoretsky)

συναποβάλλω: одновременно утрачивать, терять (μέρος τι τοῦ σώματος Diod.): συναποβεβληκέναι τὸ πρωτεύειν Plut. утратить первенство.