σύσσηψις: Difference between revisions
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
(40) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήψεως, ἡ, ΜΑ [[συσσήπω]]<br />η [[σήψη]] που γίνεται [[μαζί]] («φύονται... αὗται καὶ [[τἆλλα]] τὰ ὀστρακόδερμα ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ήψεως, ἡ, ΜΑ [[συσσήπω]]<br />η [[σήψη]] που γίνεται [[μαζί]] («φύονται... αὗται καὶ [[τἆλλα]] τὰ ὀστρακόδερμα ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύσσηψις:''' εως ἡ разложение, гниение Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putrefaction, Arist.HA546b24, Gp.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 1043] ἡ, das Mit-, Zusammenfaulen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
σύσσηψις: ἡ, σῆψις πολλῶν πραγμάτων ὁμοῦ, ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 2, Γεωπ. 2. 2, 3., 23, 10.
Greek Monolingual
-ήψεως, ἡ, ΜΑ συσσήπω
η σήψη που γίνεται μαζί («φύονται... αὗται καὶ τἆλλα τὰ ὀστρακόδερμα ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
σύσσηψις: εως ἡ разложение, гниение Arst.