σφηκίον: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σφήξ]], -<i>ηκός</i>]<br /><b>1.</b> κυψελίδιο στη [[φωλιά]] [[σφηκών]] («τοῡ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῑστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> υποκορ. του [[σφήξ]].
|mltxt=τὸ, Α [[σφήξ]], -<i>ηκός</i>]<br /><b>1.</b> κυψελίδιο στη [[φωλιά]] [[σφηκών]] («τοῡ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῑστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> υποκορ. του [[σφήξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφηκίον:''' τό сотовая ячейка у ос Arst.
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκίον Medium diacritics: σφηκίον Low diacritics: σφηκίον Capitals: ΣΦΗΚΙΟΝ
Transliteration A: sphēkíon Transliteration B: sphēkion Transliteration C: sfikion Beta Code: sfhki/on

English (LSJ)

τό,

   A comb in a wasps' nest, as κηρίον in that of bees, Arist.HA628a17, al., Thphr.HP 4.8.7, Ael.NA4.39.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκίον: τό, κυψελίδιον ἐν τῇ φωλεᾷ σφηκῶν, ὡς τὸ κηρίον ἐν τῇ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 41, 6, κ. ἀλλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7, Αἰλ. π. Ζ. 4. 39. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σφήξ, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387Β.

Greek Monolingual

τὸ, Α σφήξ, -ηκός]
1. κυψελίδιο στη φωλιά σφηκών («τοῡ μετοπώρου τελευτῶντος πλεῑστα καὶ μέγιστα γίνεσθαι σφηκία», Αριστοτ.)
2. υποκορ. του σφήξ.

Russian (Dvoretsky)

σφηκίον: τό сотовая ячейка у ос Arst.