συνθρύπτω: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θραύω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]]· [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θραύω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]]· [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνθρύπτω:''' досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.
Greek (Liddell-Scott)
συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.
French (Bailly abrégé)
briser, amollir, énerver.
Étymologie: σύν, θρύπτω.
English (Strong)
from σύν and thrupto (to crumble); to crush together, i.e. (figuratively) to dispirit: break.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συντρίβω, θρυμματίζω
2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρύπτω «θρυμματίζω»].
Greek Monotonic
συνθρύπτω: μέλ. -ψω, θραύω σε κομμάτια, κομματιάζω· συντρίβω, θρυμματίζω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συνθρύπτω: досл. сокрушать, перен. надрывать (τὴν καρδίαν τινός NT).