συσσήπω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[σήπω]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς [[πλησίον]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβρέχω]] εντελώς την [[τροφή]] για [[χώνευση]].
|mltxt=ΜΑ [[σήπω]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς [[πλησίον]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβρέχω]] εντελώς την [[τροφή]] για [[χώνευση]].
}}
{{elru
|elrutext='''συσσήπω:''' размягчать, разлагать (τροφήν Arst.).
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσήπω Medium diacritics: συσσήπω Low diacritics: συσσήπω Capitals: ΣΥΣΣΗΠΩ
Transliteration A: syssḗpō Transliteration B: syssēpō Transliteration C: syssipo Beta Code: sussh/pw

English (LSJ)

   A macerate food completely, for digestion, Arist.PA675a13:—Pass., with pf. Act., grow putrid together, Hp.Loc.Hom.29, Ael.NA10.13, Porph.VP44.

Greek (Liddell-Scott)

συσσήπω: ἐντελῶς διαβρέχω, διαλύω τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· σήπω ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ σαπῇ ἐπίσης, «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.

French (Bailly abrégé)

au pf. et au Pass.
pourrir ou se consumer ensemble.
Étymologie: σύν, σήπω.

Greek Monolingual

ΜΑ σήπω
κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.)
αρχ.
διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση.

Russian (Dvoretsky)

συσσήπω: размягчать, разлагать (τροφήν Arst.).