σωφρόνισμα: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(nl) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σωφρόνισμα -ατος, τό [σωφρονίζω] vermaning, waarschuwing, (wijze) les. | |elnltext=σωφρόνισμα -ατος, τό [σωφρονίζω] vermaning, waarschuwing, (wijze) les. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωφρόνισμα:''' ατος τό назидание, наставление (σωφρονίσματα πατρός Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A chastisement, lesson, A.Supp.992, Aristarch. Trag.3 (v.l. -ημα), App.Pun.78.
German (Pape)
[Seite 1062] τό, eine Witzigung, Warnung, Züchtigung, Aesch. Suppl. 970.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρόνισμα: τό, κόλασις, σωφρονισμός, μάθημα, παίδευσις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 992· διάφ. γραφ. ἀντὶ σωφρόνημα, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. 602. 13.
Greek Monolingual
τὸ, Α σωφρονίζω
σωφρονισμός, τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρόνισμα -ατος, τό [σωφρονίζω] vermaning, waarschuwing, (wijze) les.
Russian (Dvoretsky)
σωφρόνισμα: ατος τό назидание, наставление (σωφρονίσματα πατρός Aesch.).