σύνοπλος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), αυτός που πολεμάει από κοινού με κάποιον, [[συμπολεμιστής]], [[συμμαχητής]], [[σύμμαχος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύνοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), αυτός που πολεμάει από κοινού με κάποιον, [[συμπολεμιστής]], [[συμμαχητής]], [[σύμμαχος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνοπλος:''' воюющий вместе, союзный (δόρατα Eur.).
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνοπλος Medium diacritics: σύνοπλος Low diacritics: σύνοπλος Capitals: ΣΥΝΟΠΛΟΣ
Transliteration A: sýnoplos Transliteration B: synoplos Transliteration C: synoplos Beta Code: su/noplos

English (LSJ)

ον,

   A under arms together, allied, δόρατα E.HF127 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] mit unter den Waffen, Waffengefährte; ξύνοπλα δόρατα Eur. Herc. F. 128.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοπλος: -ον, ὁ συμπολεμῶν τινι, σύμμαχος, σύνοπλα δόρατα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 128.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’unit à d’autres armes en parl. d’une arme;
2 allié en parl. de qqn.
Étymologie: σύν, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν-οπλος].

Greek Monotonic

σύνοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που πολεμάει από κοινού με κάποιον, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σύμμαχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνοπλος: воюющий вместе, союзный (δόρατα Eur.).