σφαγιασμός: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφᾰγιασμός:''' ὁ, [[σφαγή]], [[προσφορά]] ιερού σφαγίου κατά την [[τέλεση]] θυσιών, τελετουργική [[θυσία]], σε Ευρ., Πλούτ. | |lsmtext='''σφᾰγιασμός:''' ὁ, [[σφαγή]], [[προσφορά]] ιερού σφαγίου κατά την [[τέλεση]] θυσιών, τελετουργική [[θυσία]], σε Ευρ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφᾰγιασμός:''' ὁ заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.
Greek Monotonic
σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγιασμός: ὁ заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut.