ταχυβάτης: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰχῠβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που περπατάει [[γρήγορα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''τᾰχῠβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που περπατάει [[γρήγορα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰχῠβάτης:''' (ᾰ) быстро идущий, скорый, проворный ([[κατόπτης]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, = foreg., E.Rh.134 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1076] ὁ, = Vorigem, Eur. Rhes. 134.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρῆσ. 134.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui va vite, qui marche vite.
Étymologie: ταχύς, βαίνω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ταχυβάδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὀρει-βάτης).
Greek Monotonic
τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατάει γρήγορα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠβάτης: (ᾰ) быстро идущий, скорый, проворный (κατόπτης Eur.).