τιμαρχία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α·1. η [[τιμοκρατία]]<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]] του Ρωμαίου κήνσορα, η [[τιμητεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i>)].
|mltxt=ἡ, Α·1. η [[τιμοκρατία]]<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]] του Ρωμαίου κήνσορα, η [[τιμητεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμαρχία:''' ἡ Plat. = [[τιμοκρατία]].
}}
}}

Revision as of 04:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαρχία Medium diacritics: τιμαρχία Low diacritics: τιμαρχία Capitals: ΤΙΜΑΡΧΙΑ
Transliteration A: timarchía Transliteration B: timarchia Transliteration C: timarchia Beta Code: timarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = τιμοκρατία, Pl.R.545b, 550d.    II = τιμητεία, Lat. censoria potestas, D.C.52.21.

German (Pape)

[Seite 1114] ἡ, = τιμοκρατία, Plat. Rep. VIII, 545 b. – Sp. die Würde des römischen Censors, D. Cass. 52, 21.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμαρχία: ἡ, = τιμοκρατία, καὶ νῦν οὕτω πρῶτον μὲν φιλότιμον σκεπτέον πολιτείαν· ὄνομα γὰρ οὐκ ἔχω λεγόμενον· ἢ τιμοκρατίαν ἢ τιμαρχίαν αὐτὴν κλητέον Πλάτ. Πολ. 545Β, 550D. ΙΙ. = τιμητεία, Δίων Κ. 52. 21.

Greek Monolingual

ἡ, Α·1. η τιμοκρατία
2. το αξίωμα του Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αρχία (< -άρχης)].

Russian (Dvoretsky)

τῑμαρχία: ἡ Plat. = τιμοκρατία.