τερατωπός: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τερᾰτωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει [[θαυμάσιος]] στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''τερᾰτωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει [[θαυμάσιος]] στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τερᾰτωπός:''' изумительного вида, поразительный: τ. [[ἰδέσθαι]] HH странный на вид. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:46, 1 January 2019
English (LSJ)
όν,
A marvellous-looking, τ. ἰδέσθαι h.Pan.36.
German (Pape)
[Seite 1093] mit wunderbarem od. widernatürlichem Gesicht, wunderbar anzusehen, H. h. l 8. 36.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτωπός: -όν, ὁ θαυμαστὸς φαινόμενος, τ. ἰδέσθαι Ὁμ. Ὕμν. 18. 36.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d’un aspect merveilleux ou prodigieux.
Étymologie: τέρας, ὤψ.
Greek Monolingual
-όν, Α
(ποιητ. τ.) τερατώδης όψη, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. χαρ-ωπός].
Greek Monotonic
τερᾰτωπός: -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει θαυμάσιος στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτωπός: изумительного вида, поразительный: τ. ἰδέσθαι HH странный на вид.