τρίχιον: Difference between revisions
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(42) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και τριχίον, τὸ, Α [[θρίξ]], <i>τριχός</i>]<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[τρίχα]]. | |mltxt=και τριχίον, τὸ, Α [[θρίξ]], <i>τριχός</i>]<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[τρίχα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίχιον:''' (ρῐ) τό волосок Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of θρίξ, Arist.Pr.963b10, Plu. 2.727a (s. v.l.), M.Ant.6.13.
German (Pape)
[Seite 1150] τό, dim. von θρίξ, das Härchen; Arist. probl. 33, 18; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρίξ, Ἀριστ. Προβλ. 33. 18, Πλούτ. 2. 727Α· φέρεται καὶ τριχίον παροξυτόνως.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de θρίξ.
Greek Monolingual
και τριχίον, τὸ, Α θρίξ, τριχός]
υποκορ. μικρή τρίχα.
Russian (Dvoretsky)
τρίχιον: (ρῐ) τό волосок Arst., Plut.