τυροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῡροπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που πουλάει [[τυρί]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τῡροπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που πουλάει [[τυρί]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῡροπώλης:''' ου ὁ торговец сыром Arph.
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροπώλης Medium diacritics: τυροπώλης Low diacritics: τυροπώλης Capitals: ΤΥΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: tyropṓlēs Transliteration B: tyropōlēs Transliteration C: tyropolis Beta Code: turopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A cheesemonger, Ar.Eq.854, Critias 70, Lib.Or.29.30.

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Käseverkäufer, Käsehändler, Ar. Equ. 851.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν τυρόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 854.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de fromages.
Étymologie: τυρός.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που πωλεί τυρί, τυράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -πώλης].

Greek Monotonic

τῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει τυρί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῡροπώλης: ου ὁ торговец сыром Arph.