ὑπέρφοβος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρφοβος:''' -ον, κατατρομαγμένος, [[έντρομος]], [[δειλός]], [[φοβιτσιάρης]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπέρφοβος:''' -ον, κατατρομαγμένος, [[έντρομος]], [[δειλός]], [[φοβιτσιάρης]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρφοβος:''' <b class="num">1)</b> чрезвычайно пугливый Xen.;<br /><b class="num">2)</b> страшный, ужасный (ὑπέρφοβα λέγειν Men.).
}}
}}

Revision as of 05:15, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφοβος Medium diacritics: ὑπέρφοβος Low diacritics: υπέρφοβος Capitals: ΥΠΕΡΦΟΒΟΣ
Transliteration A: hypérphobos Transliteration B: hyperphobos Transliteration C: yperfovos Beta Code: u(pe/rfobos

English (LSJ)

ον,

   A very fearful, timid, Id.Eq.3.9; τὸ ὑ. D.C.58.6.    II causal, very terrible, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν' ὑπέρφοβα Men.497 (v.l. for ὑπὲρ φόβον, ap.Stob.4.38.3a), cf. LXX Da.7.19.

German (Pape)

[Seite 1203] übermäßig furchtsam; Mimnerm. frg. 5, zw.; Xen. equ. 3, 9. – In LXX. auch = sehr furchtbar.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφοβος: -ον, λίαν πεφοβημένος, δειλότατος, Ξεν. Ἱππ. 3, 9· τὸ ὑπέρφοβον Δίων Κ. 58. 6. ΙΙ. ὡς μεταβατ., λίαν φοβερός, δεινότατος, λέγειν τὰ φαῦλα μείζω καὶ τὰ δείν’ ὑπέρφοβα Μέναδρος ἐν «Φανίῳ» 3 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἑβδ. (Δανιὴλ) Ζ΄, 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très redoutable;
2 très craintif, qui s’effraie facilement ; τὸ ὑπέρφοβον timidité excessive, caractère timoré.
Étymologie: ὑπέρ, φόβος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ φοβισμένος·2. πάρα πολύ φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φοβος (< φέβομαι), πρβλ. περί-φοβος].

Greek Monotonic

ὑπέρφοβος: -ον, κατατρομαγμένος, έντρομος, δειλός, φοβιτσιάρης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφοβος: 1) чрезвычайно пугливый Xen.;
2) страшный, ужасный (ὑπέρφοβα λέγειν Men.).