ὑπερίσχυρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίσχῡρος:''' -ον, υπερβολικά [[δυνατός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπερίσχῡρος:''' -ον, υπερβολικά [[δυνατός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίσχῡρος:''' чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst.
}}
}}

Revision as of 05:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίσχῡρος Medium diacritics: ὑπερίσχυρος Low diacritics: υπερίσχυρος Capitals: ΥΠΕΡΙΣΧΥΡΟΣ
Transliteration A: hyperíschyros Transliteration B: hyperischyros Transliteration C: yperischyros Beta Code: u(peri/sxuros

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.

German (Pape)

[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.

Greek Monolingual

-ον, Α ἰσχυρός
(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.

Greek Monotonic

ὑπερίσχῡρος: -ον, υπερβολικά δυνατός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίσχῡρος: чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst.