ὑποκατάκλισις: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(43) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίσεως, ἡ, ΜΑ [[ὑποκατακλίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />πλαγιασμα, [[ξάπλωμα]] [[κάτω]] από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] μτφ.) α) [[υποταγή]]<br />β) [[ταπείνωση]]. | |mltxt=-ίσεως, ἡ, ΜΑ [[ὑποκατακλίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />πλαγιασμα, [[ξάπλωμα]] [[κάτω]] από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] μτφ.) α) [[υποταγή]]<br />β) [[ταπείνωση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποκατάκλισις:''' εως ἡ преклонение, уступка (ὑποκατακλίσεις καὶ ἀναχωρήσεις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, metaph.,
A taking a lower place, compliance, servility, Plu.2.58c (pl.); a humiliation, Hld.10.25.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, das Darunterlegen, Sp.; – Nachgiebigkeit, Fügsamkeit, Schmeichelei; Plut. discr. ad. et am. 23; Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκατάκλῐσις: -εως, ἡ, τὸ ὑποκατακλίνεσθαι· - μεταφορ., ὑποταγή, ὑποχώρησις, ταπείνωσις, Πλούτ. 2. 58D, Ἡλιόδ. 10. 25.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acte de condescendance, concession.
Étymologie: ὑποκατακλίνω.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, ΜΑ ὑποκατακλίνω
μσν.
πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι
αρχ.
(κυρίως μτφ.) α) υποταγή
β) ταπείνωση.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκατάκλισις: εως ἡ преклонение, уступка (ὑποκατακλίσεις καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).