ὑποκατάκλισις
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
-εως, ἡ, metaph., taking a lower place, compliance, servility, Plu.2.58c (pl.); a humiliation, Hld.10.25.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, das Darunterlegen, Sp.; – Nachgiebigkeit, Fügsamkeit, Schmeichelei; Plut. discr. ad. et am. 23; Heliod.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acte de condescendance, concession.
Étymologie: ὑποκατακλίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκατάκλισις: εως ἡ преклонение, уступка (ὑποκατακλίσεις καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκατάκλῐσις: -εως, ἡ, τὸ ὑποκατακλίνεσθαι· - μεταφορ., ὑποταγή, ὑποχώρησις, ταπείνωσις, Πλούτ. 2. 58D, Ἡλιόδ. 10. 25.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, ΜΑ ὑποκατακλίνω
μσν.
πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι
αρχ.
(κυρίως μτφ.) α) υποταγή
β) ταπείνωση.