ὑποδερίς: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(43) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑποδερίς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[ὑποδειρίς]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) μεμβρανώδης ή δερματική [[πτυχή]] του λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]], η [[βάση]] του τραχήλου<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]] του λαιμού, [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δέρη]] / [[δειρή]] «[[λαιμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | |mltxt=η / [[ὑποδερίς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[ὑποδειρίς]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) μεμβρανώδης ή δερματική [[πτυχή]] του λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]], η [[βάση]] του τραχήλου<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]] του λαιμού, [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δέρη]] / [[δειρή]] «[[λαιμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποδερίς:''' ίδος ἡ ожерелье Arph., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A the lower part of the neck, Poll.2.130, 235, 5.56. II necklace, IG12.313.54, al., Ar.Fr.320.14, Arist.HA 558b2, IG22.1388.17, al.
German (Pape)
[Seite 1214] ίδος, ἡ, der Unterhals, Poll. 2, 130. – Auch eine Bedeckung des Unterhalses, Inscr. bei Böckh Staatsh. II p. 292; Halsschmuck, Halsband, Arist. H. A. 5, 34; vgl. Ar. fr. 309.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδερίς: -ίδος, ἡ, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ τραχήλου, «ὑποδερὶς τὸ ἐν τοῖς πρόσθεν τοῦ τραχήλου τελευταῖον» Πολυδ. Β΄, 130, 235., Ε΄, 56. ΙΙ. κόσμημα τοῦ τραχήλου, περιδέραιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 16, Β. 25.
Greek Monolingual
η / ὑποδερίς, -ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α
νεοελλ.
(λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή του λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών
αρχ.
1. το κάτω μέρος, η βάση του τραχήλου
2. κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέρη / δειρή «λαιμός» + επίθημα -ίς, -ίδος].
Russian (Dvoretsky)
ὑποδερίς: ίδος ἡ ожерелье Arph., Arst.