ὑποτανύω: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτᾰνύω:''' = [[ὑποτείνω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑποτᾰνύω:''' = [[ὑποτείνω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτᾰνύω:''' подстилать, подкатывать (ἕρματα Hom. - in tmesi). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A = ὑποτείνω (A) 1.1 a, ὑπὸ δ' ἕρματα . . τάνυσσαν Il.1.486, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτᾰνύω: ὑποτείνω, ὑπὸ δ’ ἕρματα... τάνυσσαν Ἰλ. Α. 486.
Greek Monolingual
Α
απλώνω αποκάτω («ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τανύω «τεντώνω, εκτείνω»].
Greek Monotonic
ὑποτᾰνύω: = ὑποτείνω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτᾰνύω: подстилать, подкатывать (ἕρματα Hom. - in tmesi).