Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπερθαυμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[θαυμάζω]] υπερβολικά, σε Ηρόδ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-άσομαι</i>, [[θαυμάζω]] υπερβολικά, σε Ηρόδ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερθαυμάζω:''' ион. ὑπερθωϋμάζω (fut. ὑπερθαυμάσομαι) чрезвычайно удивляться, восхищаться, изумляться Her., Luc.: τὸ ὑπερθαυμάσαι τὴν τέχνην Luc. восхищение перед искусством.
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθαυμάζω Medium diacritics: ὑπερθαυμάζω Low diacritics: υπερθαυμάζω Capitals: ΥΠΕΡΘΑΥΜΑΖΩ
Transliteration A: hyperthaumázō Transliteration B: hyperthaumazō Transliteration C: yperthavmazo Beta Code: u(perqauma/zw

English (LSJ)

Ion. ὑπερ-θωμάζω, fut.

   A -άσομαι Luc.Pr.Im.18:—feel or express great admiration, Hdt.3.3, Sammelb.1912, Luc.VH1.34; ἐπί τινι Id.Am.52.    II c. acc., wonder greatly at, admire greatly, J.BJ2.9.3, Luc.Zeux.3, Gal.18(1).401, Ath.12.523d.

German (Pape)

[Seite 1196] sich übermäßig verwundern, auch trans., übermäßig bewundern, anstaunen, Luc. Zeux. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθαυμάζω: Ἰων. -θωμάζω· μέλλ. -άσομαι Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18· - θαυμάζω εἰς ὑπερβολήν, Ἡρόδ. 3. 3, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 34· ὑπερ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 52. ΙΙ. μετ’ αἰτ., θαυμάζω τι μεγάλως, Ἀθήν. 523D, Λουκ. Ζεῦξις 3.

French (Bailly abrégé)

1 être étonné à l’excès, être frappé d’étonnement, acc.;
2 admirer grandement, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θαυμάζω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑπερθωμάζω Α
1. εκπλήσσομαι σε μέγιστο βαθμό
2. νιώθω υπέρμετρο θαυμασμό για κάποιον ή για κάτι.

Greek Monotonic

ὑπερθαυμάζω: Ιων. -θωμάζω, μέλ. -άσομαι, θαυμάζω υπερβολικά, σε Ηρόδ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθαυμάζω: ион. ὑπερθωϋμάζω (fut. ὑπερθαυμάσομαι) чрезвычайно удивляться, восхищаться, изумляться Her., Luc.: τὸ ὑπερθαυμάσαι τὴν τέχνην Luc. восхищение перед искусством.